- φονεύσει
- φονεύωmurderaor subj act 3rd sg (epic)φονεύωmurderfut ind mid 2nd sgφονεύωmurderfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
Ίτυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ζήθου και της Αηδόνας, η οποία τον σκότωσε τη στιγμή που ετοιμαζόταν, από φθόνο, να φονεύσει τον γιο της, Αμαλέα. Ο Σοφοκλής τον ονομάζει Ίτυ, ενώ αναφέρεται και από άλλους ποιητές. * * * Ἴτυλος, ὁ (Α) 1. γιος τού… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
σαυροκτόνος — ο / σαυροκτόνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που φονεύει σαύρες 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος περίφημο άγαλμα τού Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
σωματοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
φονεύσιμος — η, ον, ΜΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φονεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φονεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. ἰά σιμος)] … Dictionary of Greek
Αβιμέλεχ — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του κριτή Γεδεών. Έγινε αρχηγός του Ισραήλ αφού σκότωσε τους 69 από τους 70 αδελφούς του. Τραυματίστηκε θανάσιμα στην πολιορκία των Θηβών από ογκώδη πέτρα που του έριξε στο κεφάλι κάποια γυναίκα από τους… … Dictionary of Greek